- μολάλιτυ
- ηχημ. η συγκέντρωση ενός διαλύματος εκφρασμένη με τον αριθμό τών μολ τής διαλυμένης ουσίας η οποία περιέχεται σε ένα χιλιόγραμμο διαλύτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Διεθνής επιστημον. όρος, πρβλ. αγγλ. molality, γαλλ. molalite].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.